ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

skarlát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
skarlát

άλικος

κόκκινος

κόκκινος (kókkinos)

οστρακιά

σκαρλατίνα

skarlátpiros

κόκκινος (kókkinos)

skarlátvörös

κόκκινος (kókkinos)

Το ιστορικό σας