ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

import σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
import

εισάγω

import(-)

η εισαγωγή(ς)

import engedély

άδεια εισαγωγής

import/behozatal

εισαγωγή

importál

εισαγωγή◼◼◼

εισάγω

εισάγω (εισαγάγω, εισήγαγα)

importálás

εισαγωγή◼◼◼

importárú

προϊόν εισαγωγής

importőr

εισαγωγέας◼◼◼

Το ιστορικό σας