ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bevezet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bevezet

εισάγω

bevezetés

εισαγωγή◼◼◼

σύσταση◼◼◻

bevezető

εισαγωγή◼◼◼

σύσταση◼◻◻

Το ιστορικό σας