ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βοηθός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βοηθός

asszisztens◼◼◼

helyettes◼◼◻

segítség◼◻◻

segély

segéd

βοηθός καταστήματος

üzleti aszisztens

νταντά / οικιακή βοηθός

dada

προσωπικός βοηθός / ιδαιτέρα

személyi titkár