ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dada σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dada

νταντά / οικιακή βοηθός

παραμάνα

dadaizmus

ντανταϊσμός

Το ιστορικό σας