ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

segéd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
segéd

βοήθεια◼◼◼

βοηθητικός◼◼◼

στιγμή◼◼◼

βοηθός

επίκουρος

segédige

βοηθητικό ρήμα

(a jövő idő és a feltételes mód segédszava)

θα

(a melléknévfokozás segédszava)

πιο

szárnysegéd

υπασπιστής◼◼◼

Το ιστορικό σας