ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

asszisztens σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
asszisztens

βοηθός◼◼◼

βοήθεια◼◻◻

βοηθητικός

επίκουρος

fel kellene keresnie a fogászasszisztenst

θα χρειαστεί να κλείσετε ένα ραντεβού να δείτε τον υγιεινολόγο

Το ιστορικό σας