ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποφασίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποφασίζω

határoz

αποφασίζω (-σω)

dönt

elhatároz

határoz

αποφασίζω (-σω), κρίνω

eldönt

προαποφασίζω

sors