ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elhatároz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elhatároz

αποφασίζω (-σω)

elhatároztam, hogy elmegyek Görögországba

αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα

elhatározás

απόφαση◼◼◼

αποφασιστικότητα◼◻◻

ψήφισμα◼◻◻

Το ιστορικό σας