ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sors σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sors

τύχη◼◼◼

μοίρα◼◻◻

μοίρα (η)◼◻◻

προορισμός◼◻◻

ειμαρμένη

πεπρωμένο

προαποφασίζω

sorshúzás

κλήρωση◼◼◼

sorsjáték

λοταρία

sorsolás

κλήρωση◼◼◼

sorszám

αριθμός◼◼◼

ποσότητα◼◻◻

τακτικός◼◻◻

πλήθος

balsors

λάθος

sorszolgáltató

ραδιοφωνία◼◼◼

Το ιστορικό σας