Ungersk-Grekisk ordbok »

lép betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
lépesméz

κηρήθρα◼◼◼

lépfene

άνθρακας◼◼◼

άνθρακας (ánthrakas)◼◼◼

lépni

να κουνήσω

léprigó

τσαρτσάρα

lépték

κλίμακα◼◼◼

lépés

δεν◼◼◼

βήμα◼◼◼

φάση◼◼◻

πράξεις◼◼◻

αποφάσεις◼◼◻

βαθμίδα◼◼◻

μεταφορά◼◼◻

το βήμα◼◼◻

ρυθμός◼◻◻

αμαξοστοιχία

διασκελισμός

lépésenként

βήμα προς βήμα◼◼◼

lépésről lépésre

βήμα προς βήμα◼◼◼

a számlája túldiszponált (túllépte a hitelkeretet)

ο λογαριασμός σας είναι ελλειμματικός

Aszklépiosz

Ασκληπιός

az Európai Unióba történő belépésünk

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

bejárat, belépő

είσοδος (η)

belépni tilos

απαγορεύεται η είσοδος

beléptetés

εισαγωγή◼◼◼

είσοδος◼◼◼

belépés

είσοδος◼◼◼

η είσοδος, (integráció) η ένταξη◼◼◼

καταχώριση◼◼◻

εγγραφή◼◻◻

εμφάνιση◼◻◻

εισιτήριο

λήμμα

belépődíj

είσοδος◼◼◼

η είσοδος◼◼◼

belépőjegy

εισιτήριο◼◼◼

bemegy, belép, bejön

μπαίνω (béno)

bírósági lépés

νομική πράξη

csigalépcső

σπειροειδές κλιμακοστάσιο

előléptetés

προβιβασμός

123