Ungersk-Grekisk ordbok »

lép betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
előléptetés

προώθηση

előrelépés

πρόοδος◼◼◼

εξέλιξη◼◼◻

ez jó lépés volt!

καλή κίνηση

fellépés

διάταξη◼◼◼

εμφάνιση◼◼◼

παρουσία◼◼◻

felépítmény

κατασκευή◼◼◼

ανωδομή◼◻◻

δομικός◼◻◻

επιδομή◼◻◻

felépítés

δομή◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

διάρθρωση◼◼◻

διάταξη◼◻◻

οικοδόμηση◼◻◻

felépül

ανακτώ

γιανίσκω

συνέρχομαι

 épül

felépülés

ανάκαμψη◼◼◼

ανάρρωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◻◻

ανάκτηση◼◻◻

fölmentem a lépcsőn

ανέβηκα τη σκάλα / τις σκάλες / τα σκαλιά

fűre lépni tilos

μακριά από το γρασίδι

határátlépés

υπέρβαση ορίου/διέλευση συνόρων

hiteltúllépés

υπερανάληψη

ingyenes belépés

δωρεάν είσοδος◼◼◼

jogellenes lépés

παράνομη (άδικη) πράξη

jó felépítésű

καλοχτισμένος

kilépés

έξοδος◼◼◼

lakossági lépés

δημόσια δράση

menj le a lépcsőn!

κατέβα τη σκάλα!

mennyi a belépő?

πόσο κάνει η είσοδος;

mozgólépcső

κυλιόμενες σκάλες◼◼◼

ne lépj oda!

μην πατάς εκεί!

ne lépj olyan nagyokat!

μην κάνεις τόσο μεγάλα βήματα!

ne rohanj a lépcsőn!

μην τρέχεις στα σκαλιά!

te lépésed

κίνηση σου

1234