Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
πυροσβέστης▼◼◼◼
πυροσβέστης (ο)▼◼◼◼
πυροσβεστήρας▼◼◼◼
πυροσβεστική▼◼◼◼
πυροσβεστική υπηρεσία▼◼◼◼
προχώρα μετά το πυροσβεστικό σταθμό▼
κάλεσε την πυροσβεστική!▼
↑