dicţionar Maghiar-Greac »

tűzoltó înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tűzoltó

πυροσβέστης◼◼◼

πυροσβέστης (ο)◼◼◼

tűzoltókészülék

πυροσβεστήρας◼◼◼

tűzoltóság

πυροσβεστική◼◼◼

πυροσβεστική υπηρεσία◼◼◼

azután menjen tovább a tűzoltóságnál

προχώρα μετά το πυροσβεστικό σταθμό

hívja a tűzoltókat!

κάλεσε την πυροσβεστική!