Hungarian-Greek dictionary »

saját meaning in Greek

HungarianGreek
saját

ίδιος◼◼◼

ιδιότητα◼◼◻

δικός◼◻◻

ιδιωτικός◼◻◻

συναφής◼◻◻

αρκετός

γνώρισμα

saját maga csomagolta a táskáit?

μόνοι σας φτιάξατε τις βαλίτσες σας;

saját vállalkozásom van

έχω την δική μου επιχείρηση

sajátkezű

αυτόγραφο

sajátos

ειδικός◼◼◼

χαρακτηριστικό◼◼◼

ιδιαίτερος◼◼◼

συγκεκριμένος◼◼◻

προσφορά◼◼◻

πρέπον◼◻◻

τυπικός◼◻◻

sajátosság

ιδιότητα◼◼◼

σήμα◼◻◻

sajátvektor

ιδιοδιάνυσμα◼◼◼

sajátérték

ιδιοτιμή◼◼◼

(erős birtokos névmás) az én/te/..., (az) enyém/tied/..., saját

δικός-ή-ό μου/σου/...

kisajátítás

απαλλοτρίωση◼◼◼

(αναγκαστική) απαλλοτρίωση◼◻◻

külön, magán-, különös, sajátos

ιδιαίτερος (-η-ο)