Greek | Hungarian |
---|---|
δικός | saját◼◼◼ |
δικός-ή-ό μου | |
δικός-ή-ό μου/σου/... | (erős birtokos névmás) az én/te/..., (az) enyém/tied/..., saját |
δικός μου | |
(speciális) ειδικός (-ή-ό) | |
o κώδικας, ο κωδικός | |
ακκαδικός | |
γραμμοκωδικός (γramokoδikós) | |
δεκαδικός | tizedes◼◼◼ decimális◼◼◻ |
δεκαεξαδικός | |
δυαδικός | bináris◼◼◼ |
ειδικός | különleges◼◼◼ speciális◼◼◻ külön◼◼◻ konkrét◼◼◻ fajlagos◼◼◻ specifikus◼◼◻ sajátos◼◼◻ szakértő◼◻◻ szakember◼◻◻ szakmai◼◻◻ jellemző◼◻◻ |
ειδικός βάρος | |
ειδικός χάρτης | |
ειλικρινά δικός σας, | |
θα ήθελα να σε κοιτάξει ένας ειδικός | |
ινδικός | indiai◼◼◼ |
ιρλανδικός | ír◼◼◼ |
ισλανδικός | izlandi◼◼◼ |
καθοδικός σωλήνας | |
καναδικός | kanadai◼◼◼ |
κουρδικός |