Hungarian-Greek dictionary »

működés meaning in Greek

HungarianGreek
működés

λειτουργία◼◼◼

διαδικασία◼◼◻

επιχείρηση◼◼◻

υπηρεσία◼◻◻

κίνηση◼◻◻

πράξη◼◻◻

δράση◼◻◻

δραστηριότητα◼◻◻

ενέργεια◼◻◻

συμπεριφορά◼◻◻

αποστολή◼◻◻

Συνάρτηση◼◻◻

καθήκον◼◻◻

επέμβαση◼◻◻

εξυπηρέτηση◼◻◻

δίωξη◼◻◻

αγωγή

működésbe hoz

ενεργοποιώ

működési

λειτουργικός◼◼◼

együttműködés

η συνεργασία◼◼◼

σύμπραξη◼◼◻

együttműködési elv

αρχή της συνεργασίας◼◼◼

együttműködési politika

πολιτική συνεργασίας

Európai Biztonsági és Együttműködési Szervezet

Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη◼◼◼

fejlesztési együttműködés

συνεργασία για την ανάπτυξη◼◼◼

Gazdasági Együttműködési és Fejlesztési Szervezet

Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης◼◼◼

közreműködés

συνδρομή◼◼◼

βοήθεια◼◼◼

συνεισφορά◼◻◻

εισφορά◼◻◻

nemzetközi együttműködés

διεθνής συνεργασία◼◼◼

tudományos együttműködés

επιστημονική συνεργασία◼◼◼