Hungarian-Greek dictionary »

ken meaning in Greek

HungarianGreek
elkényeztet

μαλθακώνω

παραχαϊδεύω

elkényeztetett

κακομαθημένος

καλομαθημένος (-η-ο)

emberi tevékenység

ανθρώπινη δραστηριότητα◼◼◼

δραστηριότητα του ανθρώπου◼◻◻

emissziócsökkentés

μείωση (της) εκπομπής

emissziócsökkentési bank

συναλλαγές με αντικείμενο τη μείωση των εκπομπών

engedékenység

επιείκεια◼◼◼

értékcsökkenés

απόσβεση◼◼◼

υποτίμηση◼◼◻

επιδείνωση◼◻◻

érzékeny

ευαίσθητος (-η-ο)◼◼◼

γρήγορα◼◻◻

ενδεχόμενος◼◻◻

érzékenység

ευαισθησία◼◼◼

ταχύτητα

esetenként

περιστασιακά

évenként

ετησίως

évenkénti

ετησίως◼◼◼

ετήσιος◼◼◻

fecsken

σύριγγα◼◼◼

ένεση◼◼◻

fehér kenyér

λευκό ψωμί◼◼◼

fejenként

το άτομο

fejenként tíz euró

δέκα ευρώ το άτομο

fejken

μαντήλα

σάλι

feledékeny

ξεχασιάρης

feledékenység

λησμονιά

felken

χρίω

felkent

χριστός

féltékeny

ζηλιάρης-α-ικο

féltékeny vagyok a férjemre

ζηλεύω τον άντρα μου

féltékenység

ζήλια

ként

κυρίως◼◼◼

föld helyreállítás hegyvidéken

αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) σε ορεινές περιοχές

földhöz kötött tevékenység

επίγεια δραστηριότητα

francia kenyér

μπαγγέτα

gazdasági tevékenység

οικονομική δραστηριότητα◼◼◼

3456