Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
προσωρινός▼◼◼◼
προσωρινός (-ή-ό)▼◼◼◼
πρόσκαιρος▼
προσωρινή▼
προσωρινή κυβέρνηση▼◼◼◼
προσωρινά▼◼◼◼
πρόσκαιρα▼◼◻◻
στιγμή▼◼◻◻
είναι προσωρινή ή μόνιμη θέση;▼
↑