ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ideiglenes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ideiglenes

προσωρινός◼◼◼

προσωρινός (-ή-ό)◼◼◼

πρόσκαιρος

ideiglenes alkalmazott

προσωρινή

ideiglenes kormány

προσωρινή κυβέρνηση◼◼◼

ideiglenesen

προσωρινά◼◼◼

πρόσκαιρα◼◻◻

στιγμή◼◻◻

ez ideiglenes vagy állandó munka?

είναι προσωρινή ή μόνιμη θέση;

Το ιστορικό σας