Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
(pl. autó) ανοίγω (-ξω) ταχύτητα▼
επισπεύδω▼
επιταχύνω▼
επιτάχυνση▼◼◼◼
ταχύτητα▼◼◼◻
επίσπευση▼◼◻◻
επιταχυντής▼◼◼◼
επιταχυντής σωματιδίων▼
↑