dicţionar Maghiar-Greac »

gyorsít înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
gyorsít

(pl. autó) ανοίγω (-ξω) ταχύτητα

επισπεύδω

επιταχύνω

gyorsítás

επιτάχυνση◼◼◼

ταχύτητα◼◼◻

επίσπευση◼◻◻

gyorsító

επιταχυντής◼◼◼

részecskegyorsító

επιταχυντής σωματιδίων