Hungarian-Greek dictionary »

éppen meaning in Greek

HungarianGreek
éppen

(pontosan) ακριβώς

απλώς

δίκαιος

μόλις

μόνο

éppen, hogy nem/igen

ίσα-ίσα

éppen elértük a vonatot

μόλις που προλάβαμε το τρένο

éppen ezt akartam

αυτό ακριβώς ήθελα, (az imént, nemrég) μόλις

éppen jók

είναι όπως πρέπει

éppen két éve múlt

πάνω από δύο χρόνια

éppen most ment el a vonat

το τρένο μόλις έφυγε

éppen ott voltam

έτυχε να είμαι εκεί

éppen őt akarod magaddal vinni?

αυτόν βρήκες να πας μαζί σου

bármiképen, feltétlenül, mindenféleképpen

οπωσδήποτε

ekképpen

έτσι◼◼◼

επομένως◼◼◻

ezt éppen te mondod?

εσύ το λες αυτό;

főképpen

κυρίως◼◼◼

hasonlóképpen

επίσης◼◼◼

következésképpen

επομένως◼◼◼

άρα◼◼◻

οπότε◼◻◻

κατ' επέκταση◼◻◻

συνεπώς, κατά συνέπεια

különbözőképpen

διαφορετικά◼◼◼

különösen, különösképpen

ιδιαίτερα

mindenképpen

οπωσδήποτε◼◼◼

εν πάση περιπτώσει◼◼◻

ούτως ή άλλως◼◼◻

πάντως◼◼◻

ασφαλώς◼◻◻

έτσι κι αλλιώς◼◻◻

σίγουρα◼◻◻

már éppen indultam, amikor...

μόλις έφευγα όταν...

másképpen

αλλιώς◼◼◼

διαφορετικά◼◼◼

ειδάλλως◼◻◻

még éppen jókor jöttél

ήρθες πάνω στην ώρα

tulajdonképpeni

κατ' ουσίαν◼◼◼

εικονικός