Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
ορυκτό▼◼◼◼
ορυκτοί πόροι▼◼◼◼
ορυκτά απόβλητα▼◼◼◼
ορυκτέλαιο▼
ανόργανη ρύπανση▼
ορυκτή ίνα▼
ορυκτό βελτιωτικό▼
βιομηχανία ορυκτών (μεταλλευμάτων)▼◼◼◼
↑