ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ásványi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ásványi

ορυκτό◼◼◼

ásványi erőforrás

ορυκτοί πόροι◼◼◼

ásványi hulladék

ορυκτά απόβλητα◼◼◼

ásványi olaj

ορυκτέλαιο

ásványi szennyezés

ανόργανη ρύπανση

ásványi szálasanyag

ορυκτή ίνα

ásványi talajjavító

ορυκτό βελτιωτικό

ásványipar

βιομηχανία ορυκτών (μεταλλευμάτων)◼◼◼

Το ιστορικό σας