Grekiska | Ungerska |
---|---|
η επίσκεψη, (kórházban) το επισκεπτήριο | |
ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση | |
Θεμελιώδης αλληλεπίδραση | |
θες να πιούμε κανα ποτό στα γρήγορα; (ανεπίσημο) | |
ιατρική επίσκεψη | |
κατάκλυση/πλημύριση/επίπλευση/υπερχείλιση | |
κατανομή/διανομή/εκχώρηση/καταλογισμός/επίδομα | |
κεκλιμένο επίπεδο | lejtő◼◼◼ |
κλιματική επίπτωση | |
κρίσιμο επίπεδο | |
λεπίδα | penge◼◼◼ kés◼◼◼ él◼◻◻ borotva◼◻◻ |
λεπίδα ξυραφιού | |
μακροχρόνια επίπτωση | |
μεταγενέστερη επίδραση | |
να πάρει δρόμο (ανεπίσημο) | |
νομοθεσία σε επίπεδο περιφέρειας | |
νομοθετική ενημέρωση/πληροφόρηση επί | |
παθολογική επίπτωση | |
παραλληλεπίπεδο | |
περιβαλλοντική επίπτωση | |
ποιός είναι ο σκοπός αυτής της επίσκεψης; | |
πως είστε; (επίσημη έκφραση που χρησιμοποιείτεαι όταν γνωρίζετε κάποιον για πρώτη φορά, η σωστή απάντηση στα αγγλικά είναι: how do you do?) | hogy van? (ismeretlen emberrel való találkozásnál feltett formális kérdés; amire a helyes válasz how do you do?) |
πως πάει; (σχετικά ανεπίσημο) | |
πως πάνε τα πράγματα; (σχετικά ανεπίσημο) | |
σε ψήνει καμια μπύρα; (ανεπίσημο) | |
σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας | |
σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (síndromo epíktitis anosologikís anepárkias) | AIDS◼◼◼ |
τι νέα; (σχετικά ανεπίσημο) | |
το βιοτικό επίπεδο | |
τροφικό επίπεδο | |
υπηρεσία επί γραμμής | |
Χόκεϊ επί πάγου | Jégkorong◼◼◼ |
ψάχνετε για επιπλωμένη ή ανεπίπλωτη κατοικία; | |
ψυχική επίδραση | |
ψυχολογική επίδραση | |
ψυχοσωματική επίδραση |