Ungersk-Grekisk ordbok »

él betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
él

χρήση◼◼◼

άκρο◼◼◻

μέσω◼◼◻

μέρος◼◼◻

τμήμα◼◼◻

ακμή◼◼◻

ζωή◼◼◻

άσκηση◼◼◻

άκρη◼◻◻

ζωντανός◼◻◻

χρησιμοποίηση◼◻◻

διά◼◻◻

μπροστά◼◻◻

φύλλο◼◻◻

λεπίδα◼◻◻

κόψη◼◻◻

βιώνω

ζω (zo)

καταναλώνω

κατοικώ

λάμα

μένω

με

πρόσοψη

σύζυγος

Élektra

Ηλέκτρα (μυθολογία)

élelem

είδος διατροφής/τροφή/τρόφιμα

τροφή/τρόφιμα

φαγητό

élelemiszertárolás

αποθήκευση τροφίμων

élelmezés

διατροφή◼◼◼

élelmiszer

τρόφιμα◼◼◼

τρόφιμο◼◼◻

διατροφή◼◼◻

το τρόφιμο◼◼◻

τροφή◼◻◻

γεύμα◼◻◻

φαγητό

τρώγω

τρώω

12