Grekiska | Ungerska |
---|---|
δίκη | bíróság◼◼◼ per◼◼◻ cél◼◼◻ ok◼◼◻ értelem◼◻◻ folyamat◼◻◻ |
αδίκημα | sérelem◼◻◻ bűntett◼◻◻ bűnözés◼◻◻ |
αδίκημα εις βάρος του περιβάλλοντος | |
αντεκδίκηση | megtorlás◼◼◼ |
διεκδίκηση | igény◼◼◼ jog◼◼◼ követelés◼◼◻ alap◼◻◻ igényel◼◻◻ |
διεκδίκηση αποζημίωσης | jog◼◼◼ |
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη | |
εκδίκηση | |
Ευρυδίκη | |
θανατική καταδίκη | |
κατ' έφεση δίκη | |
καταδίκη | elítél◼◼◼ elítélés◼◼◼ büntetés◼◼◼ |
καταδικαστική απόφαση/καταδίκη | |
πήρα εκδίκηση για την προσβολή |