Ungersk-Grekisk ordbok »

cél betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
cél

στόχος◼◼◼

σκοπός◼◼◼

χρήση◼◼◼

αντικείμενο◼◼◼

διαδικασία◼◼◻

θέση◼◼◻

σημείο◼◼◻

λειτουργία◼◼◻

αποστολή◼◼◻

στιγμή◼◼◻

αναφορά◼◼◻

επιδίωξη◼◼◻

χρησιμοποίηση◼◼◻

ορισμός◼◼◻

συνάρτηση◼◼◻

πρόθεση◼◼◻

προορισμός◼◼◻

βαθμός◼◼◻

λόγος◼◼◻

αιτία◼◻◻

μνεία◼◻◻

καθήκον◼◻◻

λευκό◼◻◻

δίκη◼◻◻

φιλοδοξία◼◻◻

τέρμα◼◻◻

κόμμα◼◻◻

σκόπιμος◼◻◻

χρησιμότητα◼◻◻

αντικειμενικός◼◻◻

τελετή◼◻◻

αμερόληπτος

αιχμή

μύτη

φακός

γκολ

ο σκοπός, (célpont is) ο στόχος

πόντος

σκοπεύω

στοχεύω

12