Ungersk-Grekisk ordbok »

alap betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
alap

βάση◼◼◼

αρχή◼◼◻

κεφάλαιο◼◼◻

έδαφος◼◼◻

ισχυρισμός◼◼◻

έδρα◼◻◻

βασικός◼◻◻

αιτία◼◻◻

αξίωση◼◻◻

υπόβαθρο◼◻◻

θεμέλιο◼◻◻

φόντο◼◻◻

αίτιο◼◻◻

ρίζα◼◻◻

διεκδίκηση

γείωση

βυθός

γη

πυθμένας

alapanyag

συστατικό◼◼◼

alapelem

στοιχεία◼◼◼

στοιχείο◼◼◻

alapelv

αρχή◼◼◼

ασφάλεια◼◼◻

πολιτική◼◼◻

κανόνας◼◻◻

φιλοσοφία

alapján

από◼◼◼

διά

μα

alaplap

μητρική κάρτα

alapokmány

καταστατικό◼◼◼

συνθήκη◼◼◻

συμφωνία◼◼◻

δέσμευση◼◻◻

σύμβαση◼◻◻

σύμφωνο◼◻◻

alapos

ενδελεχής◼◼◼

εξονυχιστικός◼◻◻

λεπτομερής◼◻◻

12