Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
καταδίκη▼◼◼◼
καταδικάζω (-σω), (vmit) αποδοκιμάζω (-σω), κατακρίνω▼
αξιοκατάκριτος▼
κατακριτέος▼
κατάδικος▼◼◼◼
πλην▼◼◻◻
πεποίθηση▼
↑