Grekiska | Ungerska |
---|---|
αυτόνομο νευρικό σύστημα | |
αυτόνομος | autonóm◼◼◼ önálló◼◼◻ |
Αυτόνομος θύλακας Τσουκότκα | |
αυτόπτης μάρτυρας | szemtanú◼◼◼ |
αυτός | hogy◼◼◼ amely◼◼◼ az◼◼◼ fog◼◼◻ ő◼◼◻ aki◼◼◻ ami◼◻◻ amelyik◼◻◻ őt◼◻◻ olyan◼◻◻ ilyen◼◻◻ kelet◼◻◻ |
αυτός (-ή-ό) | ez◼◼◼ |
αυτός (avtós) | ő◼◼◼ |
αυτός είναι ο εταιρικός σας αριθμός | |
αυτόχειρας | |
αυτόχθων | őshonos◼◼◼ helyi◼◼◻ született◼◼◻ |
(egyidejűleg) ταυτόχρονα | |
(egyidejűleg) ταυτόχρονα, (ezenkívül, egyszersmind) επίσης | |
(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα | |
(névelő) az a, (mutató névmás) αυτός-ή-ό, εκείνος (-η-ο) |