Ungersk-Grekisk ordbok »

helyi betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
helyi

τοπικός◼◼◼

αυτόχθων

ντόπιος

τοπικός-ή-ό, ντόπιος (-α-ο)

helyi erdősítés

τοπική δάσωση

helyi erőforrás hasznosítás

χρήση επιτόπιων πόρων

helyi fejlődés

τοπική ανάπτυξη◼◼◼

helyi forgalom

τοπική κυκλοφορία (τροχοφόρων)

helyi hatóság

αρχή (οργανισμός) τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή

helyi hálózat

τοπικό δίκτυο◼◼◼

Helyi hálózat

Τοπικό δίκτυο υπολογιστών

helyi hőellátás

τοπική παροχή θέρμανσης

helyi járatok

πτήσεις εσωτερικού

helyi kikapcsolódás

τοπική αναψυχή

helyi kormányzat

τοπική αυτοδιοίκηση◼◼◼

helyi pénzügy

τοπική χρηματοδότηση

helyi személyközlekedés

τοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης

helyiség

αίθουσα◼◼◼

δωμάτιο◼◼◻

χώρος◼◼◻

τοπικός◼◼◻

νόμισμα◼◻◻

υπόθεση◼◻◻

a helyi idő ...

η τοπική ώρα είναι ...

jogkör átruházása helyi önkormányzatokra

(διοικητική) αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη

KHV (helyi)

ΕΠΕ (τοπική)◼◼◼

mellékhelyiség

τουαλέτα◼◼◼

munkahelyi baleset

εργατικό ατύχημα◼◼◼

munkahelyi viszonyok

συνθήκες εργασίας

vannak ott helyi üzletek?

υπάρχουν τοπικά μαγαζιά;

zuhanyzó helyiség

ντουζιέρα