Greek | Hungarian |
---|---|
στον (ston) , στη (sti) , στο (sto) | |
Στόουνχεντζ | |
στοπ | |
στοργή | |
στούντιο | stúdió◼◼◼ filmstúdió◼◼◻ műterem◼◻◻ |
στουριόνι | |
στους | mellett◼◼◼ |
στους (stous) (m'p), στις (stis) (f'p), στα (sta) (n'p) | |
στόφα | |
στοχασμός | |
στοχαστής | |
στοχεύω | |
στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων | |
στόχος | cél◼◼◼ célkitűzés◼◼◼ törekszik◼◻◻ céloz◼◻◻ értelem◼◻◻ céltárgy◼◻◻ szándék◼◻◻ tervez◼◻◻ célpont◼◻◻ objektív◼◻◻ szándékozik◼◻◻ igyekszik◼◻◻ megcéloz◼◻◻ szándékol◼◻◻ |