Hungarian | Greek |
---|---|
értelem | έννοια◼◼◼ θέση◼◼◻ χρήση◼◼◻ άποψη◼◼◻ σημείο◼◼◻ στιγμή◼◼◻ γνώμη◼◼◻ αναφορά◼◻◻ σημασία◼◻◻ ορισμός◼◻◻ νόημα◼◻◻ λόγος◼◻◻ στόχος◼◻◻ χαρακτήρας◼◻◻ μνεία◼◻◻ πνεύμα◼◻◻ αιτία◼◻◻ σκοπός◼◻◻ βαθμός◼◻◻ λογική◼◻◻ πληροφορία◼◻◻ πρόθεση◼◻◻ δίκη◼◻◻ κρίση◼◻◻ |
értelem, jel, intés | |
értelemszerűen |