Greek | Hungarian |
---|---|
Ρέα | Rhea◼◼◼ |
Ρέα (δορυφόρος) | Rhea (hold)◼◼◼ |
Ρέα (μυθολογία) | |
αμφορέας | |
Ανδρέας | |
Απόστολος Ανδρέας | |
αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο | |
βρωμάει το κρέας | |
Βόρεια Κορέα (Vória Koréa) | |
Δημοκρατία της Κορέας | |
διοικητικός φορέας | |
διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλον | |
διοικητικό(ς) όργανο (φορέας) αρμόδιο(ς) για το περιβάλλον | |
ευρύς / ευρέα / ευρέο | |
θέλεις να μου κάνεις παρέα για ένα καφέ; | |
θα ήθελες να έρθεις στην παρέα μας; | |
θα ήθελες να μου κάνεις παρέα για φαγητό; | |
ιερέας | plébános◼◼◼ |
ιερέας (ieréas) , ιερωμένος (ieroménos) , κληρικός (klirikós) , παπάς (papás) , εφημέριος (efimérios) (Greek-Orthodox) , πρεσβύτερος (prezvíteros) (Anglican) , πρωτοπρεσβύτερος (protoprezvíteros) (Roman-Catholic) | |
κουρέας | |
κρέας | bél◼◼◼ test◼◼◻ bőr◼◼◻ izom◼◻◻ |
κρέας (kréas) | hús◼◼◼ |
κρέας (το, tsz. κρέατα) | hús◼◼◼ |
κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα | |
Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας | |
Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας | |
μαγειρεμένο κρέας | |
Νότια Κορέα | Korea◼◼◼ |
Νότια Κορέα (Nótia Koréa) | |
ο παπάς, ο ιερέας | |
παρέα | társaság◼◼◼ |