Greek | Hungarian |
---|---|
μέσα | során◼◼◼ belső◼◼◼ név◼◼◼ erőforrás◼◼◼ közben◼◼◻ folyamán◼◼◻ múlva◼◻◻ |
μέσα από | át◼◼◼ |
μέσα γεωργικής παραγωγής | |
μέσα μαζικής ενημέρωσης | média◼◼◼ |
μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ | |
μέσα μαζικής μεταφοράς | |
(μέσα) σε μία ώρα, (vmi ideje alatt) κατά τη διάρκεια (+ birtokos eset) | |
(térben) μέσα από, μέσω (+ birtokos eset) | |
(névszórag) (μέσα) σε | |
(térben) κάτω από, (időben) (μέσα) σε | |
έλα μέσα! | |
ήρθαμε μέσα από τη Βουλγαρία | |
αυτό χρειάζεται να το περάσω μέσα ή μπορώ να το πάρω μαζί μου; | |
είναι κανείς μέσα για ένα παιχνίδι ... | |
εαν δεν υποχωρήσει μέσα σε μια εβδομάδα, θα πρέπει να το κοιτάξει ένας γιατρός | ha egy hét múlva nincs javulás, fel kell keresnie az orvosát |
θέλεις να έρθεις μέσα για ένα καφέ; | |
θα μείνω μέσα το βράδυ | |
ιδιωτικές μεταφορές/μεταφορές με ιδιωτικά μέσα | |
κάνει πολύ ζέστη εδώ μέσα | |
μπορείτε να βάλετε ένα καινούργιο φιλμ μέσα στην κάμερα για εμένα; | |
μπορείτε να βάλετε όλα τα μεταλλικά αντικείμενα μέσα στο καλάθι παρακαλώ; | |
μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι μια ίντσα προς τα μέσα; | |
μπορώ να αγοράσω το εισητήριο μέσα στο λεωφορείο; | |
μπορώ να αγοράσω το εισητήριο μέσα στο τραίνο; | |
ο σκοπός αγιάζει τα μέσα | |
παρουσίαση με οπτικοακουστικά μέσα | |
ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να μετακινηθώ μέσα στην πόλη; | |
πόροι/μέσα |