Greek | Hungarian |
---|---|
μέρισμα | osztalék◼◼◼ előny◼◻◻ nyereség◼◻◻ |
αυτό το διαμέρισμα ενοικιάζεται | |
διαμέρισμα | terület◼◼◼ lakás◼◻◻ sík◼◻◻ |
διαμέρισμα (το) | |
κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα | |
το διαμέρισμα, ο δήμος | |
το διαμέρισμα, το σπίτι, (lakóhely) η κατοικία | |
το διαμέρισμα είναι πάνω από το γραφείο |