Hungarian-Greek dictionary »

lakás meaning in Greek

HungarianGreek
lakás

κατοικία◼◼◼

στέγαση◼◼◻

διαμέρισμα◼◼◻

σπίτι◼◼◻

κατάλυμα◼◻◻

οικία◼◻◻

έδρα

διαμονή

το διαμέρισμα, το σπίτι, (lakóhely) η κατοικία

lakás, apartman

διαμέρισμα (το)

lakásfelújítás

βελτίωση της στέγασης

lakáshitel

υποθήκη◼◼◼

lakásminőségi szabvány

ποιοτική προδιαγραφή για τη στέγαση

lakássűrűség

πυκνότητα κατοίκησης (στέγασης)

lakásépítési program

στεγαστικό πρόγραμμα

lakásépítő szövetkezet

κατασκευές κτηρίων

lakásügy

στέγαση◼◼◼

lakásügyi jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) στέγαση

a lakás az iroda fölött van

το διαμέρισμα είναι πάνω από το γραφείο

bentlakásos iskola

οικοτροφείο

ez a lakás kiadó

αυτό το διαμέρισμα ενοικιάζεται

garzonlakás

γκαρσονιέρα (η)

ház, lakás

σπίτι (το)

kétszobás lakás

δυάρι (το)

lakhely/lakás

κατοικία

nem-lakáscélú épület

κτήριο μη προοριζόμενο για κατοικία

olcsó lakáslehetőség

στέγαση χαμηλού κόστους

tetőtéri lakás

ρετιρέ, το