Greek | Hungarian |
---|---|
αιών | |
αιώνας | kor◼◼◼ század◼◼◻ |
αιώνας (aiónas) | század◼◼◼ |
αιώνας (ο) | |
αιώνιος | |
έγγειες βελτιώσεις/αξιοποίηση γαιών | |
ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει εδώ και αιώνες | |
ανακεφαλαιώνω | |
αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) | |
αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) σε ορεινές περιοχές | |
αραιώνω | |
Αρχαιοζωικός αιώνας | |
βεβαιώνω | állít◼◼◼ megerősít◼◼◻ biztosít◼◻◻ |
διάταξη γαιών (του εδάφους)/προετοιμασία (διαμόρφωση) | |
διαβεβαιώνω | biztosít◼◼◼ |
διαμόρφωση (επιφανείας) γαιών | |
διαχείριση και σχεδιασμός χρήσης γαιών | |
δικαιώνω | |
επιβεβαιώνω | megerősít◼◼◼ |
Καταρχαιοζωικός αιώνας | |
ματαιώνεται (-θεί) | |
ματαιώνω | |
παιώνια | |
περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών | |
Προτεροζωικός αιώνας | |
τον δέκατο έβδομο αιώνα | |
τον δέκατο ένατο αιώνα | |
τον δέκατο όγδοο αιώνα | |
τον εικοστό αιώνα | |
τον εικοστό πρώτο αιώνα | |
Φανεροζωικός αιώνας |