dicţionar Maghiar-Greac »

vény înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
törvénytelen

έκνομος

αθέμιτος

törvénytervezet

νομοσχέδιο◼◼◼

σχέδιο νόμου◼◼◼

vadnövény

άγριο φυτό

van érvényes vezetői engedélye?

έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει;

versenytörvény

δίκαιο του ανταγωνισμού

veszélyes árukra vonatkozó törvény

νόμος (νομοθεσία) περί επικίνδυνων εμπορευμάτων

veszélyeztetett növényfajok

φυτικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση)

φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]

vidéki/regionális törvény

επαρχιακό/περιφερειακό δίκαιο (Γερμανία)

επαρχιακό/περιφερειακό δίκαιο [Γερμανία]

virágos növény

φανερόγαμα

virágos növények

αγγειόσπερμα

καλλωπιστικά φυτά

virágtalan növény

κρυπτόγαμα

végrehajtási törvény

εκτελεστικός νόμος◼◼◼

végérvényes

οριστικός◼◼◼

τελειωτικός

vészhelyzet törvény

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vízi növény

υδρόβιο φυτό

átviteli függvény

συνάρτηση μεταφοράς◼◼◼

érvény

ισχύς◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

σώμα◼◻◻

érvényes

έγκυρος (-η-ο)◼◼◼

διαθέσιμος◼◻◻

ισχύω

érvényesség

ισχύς◼◼◼

εγκυρότητα◼◼◼

κύρος◼◼◻

δύναμη

νόμισμα

érvényesít

άσκηση◼◼◼

érvényesítés

επιβεβαίωση◼◼◼

érvénytelen

άκυρος◼◼◼

érvénytelenség

ακυρότητα◼◼◼

érvénytelenít

ακύρωση◼◼◼

διαγραφή◼◻◻

ακυρώνω

5678

Istoricul cautarilor