dicţionar Maghiar-Greac »

vény înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
vény

συνταγή◼◼◼

a növényvilág elkorcsosítása

νόθευση της χλωρίδας

a vízum három hónapig érvényes

η βίζα ισχύει για τρεις μήνες

adatfeldolgozási törvény

νόμος (νομοθεσία) περί επεξεργασίας δεδομένων

Arkhimédész törvénye

Αρχή του Αρχιμήδη

Avogadro-törvény

Υπόθεση Αβογκάντρο

benzin ólomtartalom törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τον (για τον) μόλυβδο

Boyle–Mariotte-törvény

Νόμος του Μπόιλ

bányatörvény

νόμος (νομοθεσία) περί εξόρυξης

börtönökre vonatkozó törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τα σωφρονιστικά καταστήματα

chorológia, növény/állatföldrajz

χωρολογία

Coulomb-törvény

Νόμος του Κουλόμπ

családtörvény

οικογενειακό δίκαιο

dugvány (növényszaporítás)

μόσχευμα (φυτικός πολλαπλασιασμός)◼◼◼

elismervény

απόδειξη◼◼◼

παραλαβή◼◼◻

αποδοχή

λήψη

emelvény

πλατφόρμα◼◼◼

εξέδρα◼◼◻

αποβάθρα

erdészeti törvény

νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας

európai részvénytársaság

ευρωπαϊκή εταιρεία◼◼◼

faiskola (növénytermesztés)

φυτώριο◼◼◼

feladószelvény

δελτίο αποστολής

fösvény

τσιγκούνης

függvény

συνάρτηση◼◼◼

διαδικασία◼◻◻

λειτουργία◼◻◻

αποστολή◼◻◻

καθήκον

λειτουργώ

Függvény (matematika)

Συνάρτηση◼◼◼

fűevők/növényevők

φυτοφάγος

gyantás növény

ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό

gyógynövény

βότανο◼◼◼

μυρωδικό

φαρμακευτικό φυτό

χόρτο

halászati törvény

νόμος (νομοθεσία) περί αλιείας

12