Greacă | Maghiară |
---|---|
Δύναμη | Erő◼◼◼ |
δύναμη | egység◼◼◼ ellenállás◼◼◼ teljesítmény◼◼◼ erősség◼◼◻ lehetőség◼◼◻ tud◼◼◻ hatvány◼◼◻ hatalom◼◼◻ haderő◼◼◻ képesség◼◼◻ csapat◼◻◻ létszám◼◻◻ erőszak◼◻◻ érvényesség◼◻◻ |
δύναμη (δínami) | erő◼◼◼ |
δύναμη (η) | erő◼◼◼ |
δύναμη (όπλο) αποτροπής | |
δύναμη θέλησης | |
αγοραστική δύναμη | vásárlóerő◼◼◼ |
αδύναμος / αδύναμη / αδύναμο | |
η γνώση είναι δύναμη | |
ηλεκτρεγερτική δύναμη | |
ιπποδύναμη | |
ισοδύναμη δόση |