Greacă | Maghiară |
---|---|
άσκηση | gyakorlás◼◼◼ feladat◼◼◼ gyakorol◼◼◻ gyakorlat◼◼◻ él◼◻◻ testmozgás◼◻◻ mozgás◼◻◻ érvényesít◼◻◻ óra◼◻◻ edzés◼◻◻ szokás◼◻◻ kiképzés◼◻◻ mozog◼◻◻ praxis◼◻◻ |
(feladat) η άσκηση, (jártasság) η πείρα, (az elmélet ellentéte, praxis) η πρακτική, η πράξη | |
(iskolai) η άσκηση | |
εξάσκηση | gyakorlat◼◼◼ gyakorlás◼◻◻ gyakorol◼◻◻ valóság◼◻◻ |
εξασκούμαι (-ηθώ), κάνω εξάσκηση (+ σε vmit) | |
κατάρτιση/άσκηση | |
μέσο (άσκησης) περιβαλλοντικής πολιτικής | |
μέσο (άσκησης) πολιτικής | |
πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση | |
πρακτική άσκηση προσαρμογής |