dicţionar Maghiar-Greac »

tol înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
töltény

σφαίρα◼◼◻

tölténytár

γεμιστήρας◼◼◼

περιοδικό

töltés

φόρτιση◼◼◼

φορτίο◼◼◻

töltet

φορτίο◼◼◼

κατηγορία◼◻◻

töl

φορτιστής◼◼◼

töltőanyag

υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων)◼◼◼

töltődik

φόρτιση◼◼◼

töltoll

πένα◼◼◼

στιλό

töltött

γέμιση◼◼◼

töltöttség

φόρτιση◼◼◼

toluol

τολουόλιο◼◼◼

tolvaj

κλέφτης

κλέφτης (kléftis)

κλέφτρα

ληστής

tolvajnyelv

αργκό

(+ tárgyeset) elszokik vmitől

ξεσυνηθίζω

(+ tárgyeset) undorodik vmitől, utál mit

σιχαίνομαι (σιχαθώ)

-ből/ből, -ról/ről, -tól/től

από

-tól/-től

από

[+ tárgyeset] fél, megijed vmitől

φοβάμαι

a hét minden napján 10.00-tól 20-00-ig tartunk nyitvan

είμαστε ανοιχτά από τις δέκα εως τις οκτώ, και τις επτά ημέρες της εβδομάδας

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

ajatollah

αγιατολάχ

állítólag

δήθεν◼◼◼

állítólagos

δήθεν◼◼◼

φερόμενος◼◻◻

állj, tolvaj!

σταμάτα, κλέφτη!

Anatólia

Ανατολία◼◼◼

Μικρά Ασία

antológia

ανθολογία

apostol

απόστολος

Apostoli Szentszék

Αγία Έδρα◼◼◼

áthatolás

διείσδυση◼◼◼

áthatolhatatlan

αδιαπέραστος

atoll

ατόλη

1234