dicţionar Maghiar-Greac »

tol înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
atoll

ατόλλη

átöltözik

αλλάζω (-ξω) (ρούχα)

attól tartok, hogy a szám titkosítva van

φοβάμαι πως αυτός ο αριθμός είναι απόκρυφος

Az apostolok cselekedetei

Πράξεις των Αποστόλων

bányafeltöltés

πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)

behatol

διεισδύω

εισχωρώ

behatolás

διείσδυση◼◼◼

είσοδος◼◼◻

εισχώρηση◼◼◻

εισβολή◼◻◻

Bertolt Brecht

Μπέρτολτ Μπρεχτ

bioklimatológia

βιοκλιματολογία

böjtöl

γρήγορα

γρήγορος

νηστεύω

bootol

μπότα

borítólemez

καπλαμάς◼◼◼

Bristol

Μπρίστολ◼◼◼

búcsúzz el a barátaidtól!

αποχαιρέτησε τους φίλους σου!

citológia

κυτταρολογία◼◼◼

csatol

επισύναψη◼◼◼

επισυνάπτω◼◼◼

csatolmány

συνημμένο◼◼◼

παράρτημα◼◼◻

datolya

ημερομηνία

datolyapálma

χουρμαδιά

datolyaszilva

λωτός◼◼◼

dermatológia

δερματολογία

dermatológus

δερματολόγος

dialektológia

διαλεκτολογία

egyiptológia

αιγυπτιολογία

egyiptológus

αιγυπτιολόγος

elektromos töltés

ηλεκτρικό φορτίο◼◼◼

elszoktam az esti tévézéstől

ξεσυνήθισα να βλέπω τηλεόραση το βράδυ

eltolás

μετατόπιση◼◼◼

μετάφραση

eltolódás

μετατόπιση◼◼◼

eltölt

περνώ (-άω, -άσω)

eltöltöttem két napot Párizsban

πέρασα δύο μέρες στο Παρίσι

2345