dicţionar Maghiar-Greac »

nál înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elhasznál

χρήση◼◼◼

elhasználódik

εξαντλώ

λιώνω

elhasználódás

φθορά◼◼◼

τριβή◼◻◻

ellentétes használat

ασύμβατη (αντικρουόμενη) χρήση

ellenáll

αντισταθούν◼◼◼

αντέχω

αντιστέκομαι

ellenállhatatlan

ακαταμάχητος

ellenállás

αντίσταση◼◼◼

αντοχή◼◼◼

η αντίσταση◼◼◻

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◻

δύναμη◼◻◻

αντίδραση◼◻◻

αντίθεση◼◻◻

οπισθέλκουσα◼◻◻

ellenállás (biológia)

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◼

ellenál

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

ellenére, (óránál) lesz

παρά

elnézést (figyelemfelkeltésre, valaki kikerülésekor, vagy bocsánatkérésre használható)

με συγχωρείτε (χρησιμοποιείται για να τραβήξετε την προσοχή κάποιου, για να προσπεράσετε κάποιοιν, ή για να ζητήσετε συγγνώμη)

embrionális

εμβρυϊκός

erőforrás felhasználás

χρήση πόρων◼◼◼

evőkanál

κουτάλι της σούπας

externália

εξωτερικότητα◼◼◼

externális költségek internalizálása

εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους

ez a gyógyszer használni fog

αυτό το φάρμακο θα σου κάνει καλό

ezt most rögtön megcsinálhatom

μπορώ να το κάνω αμέσως

ezt nem fogom tudni megcsinálni legalább két hétig

δεν θα μπορέσω να το κάνω για τουλάχιστον δυο εβδομάδες

felhasznál

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

χρησιμότητα◼◻◻

χρησιμοποιώ

felhasználatlan

αχρησιμοποίητος◼◼◼

felhasználható

χρησιμοποιήσιμος◼◼◼

felhasználható ...-ig

χρησιμοποιήστε μέχρι

felhasználás

χρήση◼◼◼

123