dicţionar Maghiar-Greac »

nál înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
felhasználás

χρησιμοποίηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

αίτηση◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

κατοχή◼◻◻

εργασία◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

πρόσληψη◼◻◻

ιδιοκτησία◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

κυριότητα◼◻◻

χρησιμότητα

επίχριση

περιουσία

χρησιμοποιώ

felhasználó

χρήστης◼◼◼

καταναλωτής◼◻◻

felhasználóbarát

εύχρηστος◼◼◼

felhasználói felület

διεπαφή χρήστη◼◼◼

felhasználói név

όνομα χρήστη

felhasználónév

όνομα χρήστη◼◼◼

χρηστώνυμο

felkínál

προσφορά◼◼◼

προσφέρω

fennáll a lehetősége hogy terhes?

υπάρχει περίπτωση να είστε έγκυος;

fennállás

ύπαρξη◼◼◼

υπόσταση

fennál

υφιστάμενος◼◼◼

γενικός◼◼◻

εν εξελίξει◼◼◻

αρτίγονος

fonál

νήμα◼◼◼

κλωστή◼◻◻

forduljon jobbra a csomópontnál

στρίψτε δεξιά στη διασταύρωση

funkcionális

λειτουργικός◼◼◼

funkcionális anyag

λειτουργική ουσία

földhasználat

χρήση γης/έγγειος εκμετάλλευση

földhasználat tervezése

χωροταξικός σχεδιασμός

földhasználati osztályozás

ταξινόμηση της χρήσης γης

földhasználati rendszer

χωροταξικό καθεστώς

1234