dicţionar Maghiar-Greac »

képes înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
képes

ικανός◼◼◼

εξουσία◼◼◻

μπορώ◼◻◻

μπορώ να◼◻◻

δυνάμενος◼◻◻

ενδεχόμενος

έξυπνος

ικανός-ή-ό (+ για vmre), μπορώ (-έσω)

képeslap

κάρτα◼◼◼

κάρτα (kárta)◼◼◼

κάρτα (η)◼◼◼

η κάρτα, το καρτ-ποστάλ

καρτ ποστάλ

képesség

ικανότητα◼◼◼

δυνατότητα◼◼◻

δείκτης◼◻◻

εξουσία◼◻◻

ισχύς◼◻◻

χωρητικότητα◼◻◻

επαφή◼◻◻

επιδεξιότητα◼◻◻

σώμα◼◻◻

δύναμη◼◻◻

διεύθυνση◼◻◻

πλευρά◼◻◻

βία

δεξιότητα

κύρος

αξιάδα

μπορώ

képest

για◼◼◼

σε σχέση (+ με vmhez)◼◼◼

λόγω◼◼◼

βάσει◼◼◻

επειδή◼◼◻

διότι◼◼◻

υπέρ◼◻◻

γιατί◼◻◻

képesít

πιστοποιώ◼◼◼

képesítés

προσόν◼◼◼