Greacă | Maghiară |
---|---|
δυνατότητα | lehetőség◼◼◼ tud◼◼◻ képesség◼◼◻ alkalom◼◻◻ hatalom◼◻◻ eshetőség◼◻◻ |
δυνατότητα (η) | lehetőség◼◼◼ |
δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη | |
δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα | |
η δυνατότητα | lehetőség◼◼◼ |